φελλόπους

φελλόπους
φελλόπους, , , πουν, τό, gen. ποδος,
A cork-footed, Luc.VH2.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φελλόπους — πουν, Α αυτός που έχει φέλλινα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. χαλκό πους] …   Dictionary of Greek

  • φελλόποδες — φελλόπους cork footed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”